- παρασιτικός
- -ή, -ό / παρασιτικός, -ή, -όν, ΝΑ [παράσιτος]νεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παράσιτο ή έχει χαρακτήρα παρασίτου («παρασιτικός βίος»)2. αυτός που οφείλεται σε παράσιτα3. φρ. «παρασιτική νόσος» και «παρασιτική ασθένεια»ιατρ. νόσος που προκαλείται από παράσιτο, παρασίτωση4. γραμμ. «παρασιτικό φώνημα» — ο συνοδίτης ή βοηθητικός φθόγγος που επεντίθεται για διευκόλυνση τής προφοράς, όπως λ.χ. καπνός > καπ(ι)νός5. βιολ. «παρασιτικός ευνουχισμός» — διακοπή τής ανάπτυξης και τής λειτουργίας τών αναπαραγωγικών οργάνων τού ξενιστή, ατροφία τών γονάδων του ή ακόμη και τροποποίηση τών δευτερευόντων φυλετικών χαρακτηριστικών του, η οποία οδηγεί στην εμφάνιση μεσοφυλίας, ως άλλη μορφή επιβλαβούς επίδρασης τών παρασίτωναρχ.το θηλ. ως ουσ. ἡ παρασιτική(ενν. τέχνη) η συνήθεια τού παρασίτου, το να σιτίζεται κανείς από το τραπέζι άλλου, παρασιτισμός.επίρρ...παρασιτικώς και -άκατά τρόπο που αρμόζει σε παράσιτο, εις βάρος άλλου («ζει παρασιτικά»).
Dictionary of Greek. 2013.